φλυακογράφος
From LSJ
English (LSJ)
[γρᾰ], ὁ, A writer of φλύακες, Ath.3.86a, al.
German (Pape)
[Seite 1293] Possen, Schnurren, Possenspiele schreibend, Ath. XV, 702 d u. öfter.
Greek Monolingual
ὁ, Α
συγγραφέας φλυάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαξ, -ακος «είδος κωμικών ποιημάτων» + -γράφος].