φλύαξ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[ῠ], ᾱκος, ὁ,
1 = ἱλαροτραγῳδία, tragic burlesque, invented by Rhinthon, φλύᾱκες τραγικοί AP7.414 (Noss.).
2 of persons, jester, St.Byz. s.v. Τάρας, Poll.9.149, Eust.884.26 (ubi φλοίακες).
German (Pape)
[Seite 1293] ακος, ὁ, dor. Form für φλύαρος, 1) unnützes Geschwätz, Possen, Schnurren. – 2) eine eigene Art Possenspiel, als dessen Erfinder Rhinthon genannt wird, auch φλύακες τραγικοί und ἱλαροτραγῳδία, wahrscheinlich eine Art travestirter Tragödie, Nossis 42 (VII, 414). – 3) der Schwätzer, Possenreißer, Ath. 621 f.
Russian (Dvoretsky)
φλύαξ: ᾱκος ὁ предполож. шуточная пьеска, шутка (φλύακες τραγικοί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φλύαξ: -ᾰκος, ὁ, Δωρ. τύπος τοῦ φλύαρος· ἐντεῦθεν, 1) εἶδος κωμικοῦ ποιήματος, οὗ εὑρετὴς λέγεται ὁ Ρίνθων, καὶ ὅπερ καλεῖται καὶ ἱλαροτραγῳδία, ― ὂν πιθανῶς γελωτοποιουμένη τραγῳδία (πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Ἀνθ. 1. 1, 1. 421), φλύακες τραγικοὶ Ἀνθ. Παλατ. 7. 414. ― Ὁ Σώπατρος ἐκλήθη ὁ φλυᾱκογράφος, Ἀθήν. 86Α, 649Α, 702· φλυᾱκογραφία, ἡ, Σουΐδ. ἐν λ. Ρίνθων. 2) γελωτοποιός, ἀστεῖος, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Τάρας, Πολυδ. Θ΄, 149, Εὐστ. 884. 26 (ἔνθα φέρεται φλοίακες).
Greek Monolingual
-ακος, ο, ΝΜΑ
(στην αρχαιότητα) στον πληθ. οι φλύακες
λογοτεχνικό είδος σατιρικών και κωμικών, συνήθως άσεμνων, ασμάτων τών λαϊκών εορτών τών δωρικών κυρίως περιοχών, το οποίο γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στον Τάραντα και στη Σικελία, παίρνοντας τη μορφή ιλαροτραγωδίας με γνωστότερους δημιουργούς τον Ρίνθωνα, που θεωρείται και ο εισηγητής του είδους, τον Πλαύτο κ.ά.
μσν.-αρχ.
γελωτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ., πιθ. από την περιοχή της Μεγάλης Ελλάδας, σχηματισμένος από το ρ. φλύω «φλυαρώ» με το επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. ῥύαξ), που απαντά σε τ. με μειωτική σημ. Η λ. φλύαξ χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο την ενέργεια όσο και τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. φλήναφος, φλύαρος)].
Frisk Etymology German
φλύαξ: -ακος
{phlúāks}
Grammar: m.
Meaning: Possenspiel (AP), Possenreißer (Poll., St.Byz., Eust.),
Composita: φλυακογράφος m. Verfasser von φλύακες (Ath.) mit -γραφία f. (Suid. s. ’Πίνθων).
Etymology: Dor. Wort, Bez. einer vom Tarentiner Rhinthon erfundenen Gattung; eig. N. eines Dämons (Björck Alpha impurum 61 m. Lit.). Kann von φλύος n. Geschwätz gebildet sein, aber direkte Ableitung von φλύω, oft von der Rede gebraucht, kommt auch in Betracht; vgl. das Reimwort ῥύαξ und Chantraine Form. 382, Schwyzer 497. Daneben der PN Φλόϝαξ (Tanagra Va) von φλό(ϝ)ος (s. φλοιός); vgl. Bechtel Hist. Personennamen 500 mit unrichtiger Analyse. Weiteres s. φλύω (s.v. φλέω).
Page 2,1029-1030