φλεβονώδης
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
A f.l. for φλεδονώδης (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
φλεβονώδης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ φλεβοδονώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
(εσφ. γρφ.) φλεδονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί φλεδονώδης.