χαμαίκισσος

From LSJ
Revision as of 15:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίκισσος Medium diacritics: χαμαίκισσος Low diacritics: χαμαίκισσος Capitals: ΧΑΜΑΙΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: chamaíkissos Transliteration B: chamaikissos Transliteration C: chamaikissos Beta Code: xamai/kissos

English (LSJ)

ὁ, A ground-ivy, Glechoma hederacea, Dsc.4.125, Plin.HN24.135. II = ἰχθυοθήρα, ib.25.116. 2 = κισσός, ib.16.152.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίκισσος: ὁ, κισσός ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἐξαπλούμενος, Διοσκ. 4. 126, Πλίν. 16. 62, κτλ. ΙΙ. εἶδος κυκλαμίνου ὁ αὐτ. 25. 69.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
βοτ.
1. είδος κισσού που απλώνεται στο έδαφος
2. είδος κυκλάμινου
3. το φυτό γλήχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + κισσός.