χιονοβλέφαρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with eye of dazzling white, Ἀώς Mesom.Sol.7.
German (Pape)
[Seite 1356] mit schneeweißen Augenlidern, Ἀώς Dionys. Hymn. 2.
Greek (Liddell-Scott)
χιονοβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα χιονόλευκα, χιονοβλεφάρου πάτερ Ἀοῦς Διονυσ. Ὕμν. 2 ἐν Brunck. Allat. τ. 2, σ. 253.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ολόλευκα βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἑλικο-βλέφαρος, χαριτο-βλέφαρος].