χηραμών
From LSJ
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
English (LSJ)
όνος, ὁ, A = χηραμός, dat. pl. χηραμόνεσσιν Orph.A.1266.
German (Pape)
[Seite 1353] ῶνος, ὁ, = χηραμός, Orph. Arg. 1264.
Greek (Liddell-Scott)
χηρᾰμών: -ῶνος, ὁ, = χηραμός. Ὀρφ. Ἀργον. 1264.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
χηραμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επεκταμένο, για μετρικούς λόγους, τ. της λ. χηραμός ο οποίος απαντά στη δοτ. πληθ. χηραμόνεσσιν].