χοινίκιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. (in form) of A χοῖνιξ 1, Phld.Ind.Sto.5. II Dim. of χοῖνιξ 11, Them.Or.21.248d. III = sq. 11, Gal.14.783.
German (Pape)
[Seite 1362] τό, dim. von χοινίκη, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χοινίκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ χοινικὶς ΙΙ (εἰ μὴ ἀναγνωστέον χοινικίδα), Κέλσ. 8. 3.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. χοινίκι.