χορτόσπερμον
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
τό, A grass-seed, PLond.3.1171.55 (i A. D.), POxy. 533.7 (ii/iii A. D.), Gloss.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
ο σπόρος του χόρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -σπερμον (< σπέρμα), πρβλ. λαχανό-σπερμον].