χρυσοπαγής

From LSJ
Revision as of 15:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοπᾰγής Medium diacritics: χρυσοπαγής Low diacritics: χρυσοπαγής Capitals: ΧΡΥΣΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: chrysopagḗs Transliteration B: chrysopagēs Transliteration C: chrysopagis Beta Code: xrusopagh/s

English (LSJ)

ές, A built of gold, δώματα IG4.620.14 (Argos).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπᾰγής: -ές, ᾠκοδομημένος ἐκ χρυσοῦ, χρυσόκτιστος, χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν Ἐπίγρ. ἔμμετρ. Ἄργους L. et F. 142.

Greek Monolingual

-ές, Α
χτισμένος με ή από χρυσό («χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -παγής (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. καινο-παγής].