ψυχροπαγής
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A v. ψυχροσταγής.
Greek Monolingual
-ές, Α
ψυχροσταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -παγής (< θ. πᾰγ- του πήγνυμι), πρβλ. ὑγρο-παγής].