ψωραλέος

Revision as of 16:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A itchy, scabby, mangy, ζῷα X.Cyr.1.4.11; βόες Longus 3.29.

German (Pape)

[Seite 1406] krätzig, räudig, mit juckendem Hautausschlage behaftet, von Menschen u. Thieren, auch von einzelnen Gliedern des menschlichen Leibes, Xen. Cyr. 1, 4,11. – Von Bäumen, an zu vielem Moose oder an der Baumkrätze leidend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψωρᾰλέος: -α, -ον, πλήρης ψώρας, «ψωριασμένος», Λατ. scabiosus, ζῷα Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 11· βόες Λόγγος 3. 29.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
galeux.
Étymologie: ψώρα.

Greek Monolingual

-α, -ο / ψωραλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα
αρχ.
(για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή ψώρας («λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

ψωρᾰλέος: -α, -ον, ψωριάρης, ψωριασμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ψωρᾰλέος: пораженный кожной болезнью, покрытый струпьями Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωραλέος -α -ον [ψώρα] schurftig.

Middle Liddell

ψωρᾰλέος, η, ον, [from ψώρα
scabby, mangy, Xen.