ἀγάλαξ
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ακτος, ὁ, ἡ, = foreg. 1, only in pl. ἀγάλακτες, Call.Ap. 52. II = foreg. ΙΙ, Hsch., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάλαξ: ακτος, ὁ, ἡ· = τῷ προηγ. (σημασ. Ι.), ἀπαντᾷ δὲ μόνον κατὰ πληθ. ἀγάλακτες, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 52. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. Ἡσύχ. Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ακτος
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
que no tiene lechede ovejas, Call.Ap.52.