ἀκούρευτος

From LSJ
Revision as of 17:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκούρευτος Medium diacritics: ἀκούρευτος Low diacritics: ακούρευτος Capitals: ΑΚΟΥΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akoúreutos Transliteration B: akoureutos Transliteration C: akoyreftos Beta Code: a)kou/reutos

English (LSJ)

ον, (κουρεύω) A unshaven, unshorn, EM120.28, Gloss.

German (Pape)

[Seite 78] VLL., ungeschoren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκούρευτος: -ον, (κουρεύω) ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρισμένος, Σουΐδ., κτλ.

Spanish (DGE)

-ον no afeitado, Et.Gen.α 995, Gloss.2.223.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκούρευτος, -ον) κουρεύω
αυτός που δεν κουρεύτηκε, που δεν έκοψε τα μαλλιά του
νεοελλ.
(για δέντρα ή φυτά) αυτός που δεν του αφαίρεσαν με ειδικό μηχάνημα τα περιττά κλαδιά ή φύλλωμα.