ἀλεξήτειρα
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ἡ, AP9.764 (Paul. Sil.), Nonn.D.25.529: fem. of ἀλεξ-ητήρ, ῆρος, ὁ, A one who keeps off, ἀ. μάχης stemmer of battle, Il.20.396; λοιμοῦ ἀ. a protector from plague, A.R.2.519; κακῶν IG14.1003.25:—rare in Prose, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες εἶναι X.Oec.4.3. II as Adj., θυμὸς ἀ. Opp.H.4.42.
German (Pape)
[Seite 92] ἡ, Helferin, τέχνη P. Sil. 66 (IX, 764); Abwenderin, Nonn. D. 24, 429 ὀλέθρου.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξήτειρα: ἡ, Ἀνθ. Π. 9. 764, Νόνν. θηλ. τοῦ ἑπομένου.
Spanish (DGE)
-ας
• Prosodia: [ᾰ-]
que asiste, protectora τέχνη AP 9.764 (Paul.Sil.)
•c. gen. ὀλέθρου Nonn.D.25.529.
Greek Monotonic
ἀλεξήτειρα: ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεξήτειρα: ἡ защитница, хранительница (ἀ. τέχνη Anth.).
Middle Liddell
[fem. of ἀλεξητήρ , Anth.]