ἀνακτένισμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, A carding, screening, sifting, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτένισμα: τό, διαχωρισμός, διάκρισις, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lat. discrimen e.d. raya del pelo, Gloss.2.51.
Full diacritics: ἀνακτένισμα | Medium diacritics: ἀνακτένισμα | Low diacritics: ανακτένισμα | Capitals: ΑΝΑΚΤΕΝΙΣΜΑ |
Transliteration A: anakténisma | Transliteration B: anaktenisma | Transliteration C: anaktenisma | Beta Code: a)nakte/nisma |
ατος, τό, A carding, screening, sifting, Gloss.
ἀνακτένισμα: τό, διαχωρισμός, διάκρισις, Γλωσσ.
-ματος, τό
lat. discrimen e.d. raya del pelo, Gloss.2.51.