ἀνδρόπορνος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A cinaedus, Theopomp.Hist.17.
German (Pape)
[Seite 219] männliche Hure, Theopomp. bei Ath. VI, 260 f; Pol. 8, 11; Gegensatz ἀνδροφόνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόπορνος: ὁ, ὁ πορνευόμενος, ὁ κίναιδος, Θεόπομπ. Ἱστ. 249, Δημ. Φαλ. 27.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ marica ἀνδροφόνοι γὰρ τὴν φύσιν ὄντες, ἀνδροπόρνοι τὸν τρόπον ἦσαν Theopomp.Hist.225.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόπορνος: ὁ Polyb. = ἀνδρόγυνος II, 3.