ἀνθεσιουργός
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
όν, A creating flowers, Orph.Fr.197.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεσιουργός: ὁ ποιῶν, ὁ παράγων ἄνθη, ἐννέα θυγατέρας., ἀνθεσιουργοὺς Ὀρφ. παρὰ Πρόκλ., Σχόλ. εἰς Πλάτ. Κρατύλ. 112.
Spanish (DGE)
-όν
que produce flores, ἐννέα θυγατέρας ... ἀνθεσιουργούς Orph.Fr.197.