ἀποστένωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A straitening, straits, Sch.Il.23.330. 2 contraction, Dam.Pr.59(pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστένωσις: -εως, ἡ, στένωσις, στενά, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 330.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 estrechamiento, estrecho Sch.Er.Il.23.330c.1.
2 reducción, obstaculización αἱ ἁπλαῖ ἰδιότητες ... ἀποστενώσεις εἰσί Dam.Pr.59.