ἀποτυχής
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ές, A missing, Pl.Sis.391c (Comp.).
German (Pape)
[Seite 333] ές, im compar. τοῦ μὴ ὄντος, verfehlend, (Plat.) Sisyph. 391 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῠχής: -ές, (τυγχάνω, τυχεῑν) ὁ ἀποτυγχάνων, ἐν τῷ συγκρ. ἀποτυχέστερος τοῦ μὴ ὄντος Πλάτ. Σίσυφ. 391D.
Spanish (DGE)
-ές
fallido, sin posibilidades de éxito ἀποτυχέστερος ... τοῦ μὴ ὄντος Pl.Sis.391c.
Greek Monolingual
ἀποτυχής, -ές (Α) αποτυγχάνω
αυτός που σφάλλει.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτῠχής: неудачливый: ἐπιτυχέστερος καὶ ἀποτυχέστερός τινος Plat. более или менее счастливый в достижении чего-л.