ἀπρόληπτος

From LSJ
Revision as of 21:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόληπτος Medium diacritics: ἀπρόληπτος Low diacritics: απρόληπτος Capitals: ΑΠΡΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: aprólēptos Transliteration B: aprolēptos Transliteration C: aproliptos Beta Code: a)pro/lhptos

English (LSJ)

ον, A unanticipated, Stoic. 3.149, Onos.8.1. 2 not prejudged, τὸ ἀ. τῶν πράξεων Hierocl. in CA24p.459M. 3 unprejudiced, Syrian.in Metaph.1.15.

German (Pape)

[Seite 338] nicht vorweggenommen, unvorgreiflich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόληπτος: -ον, ὁ μὴ θεωρούμενος ὡς δεδομένος, ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας καιρός ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων παραγίνεται Ἱεροκλ. σ. 150.

Spanish (DGE)

-ον
1 inesperado, imprevisto μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.Stoic.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1
subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.in CA 18.2.
2 no prejuzgado ἀ. καὶ ἀδέκαστος γενόμενος διαιτητής Syrian.in Metaph.1.15.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπρόληπτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να προληφθεί, να προβλεφθεί
αρχ.
απροσδόκητος.