ἀριστευτής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A improver, πεδίων ἀ., of a husbandman, Secund.Sent.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστευτής: ὁ, ὁ βελτιῶν τὴν κατάστασίν τινος, πεδίων ἀριστευτής, ἐπὶ γεωργοῦ, Σεκούνδου γνωμ. ἐν Πονημ. Gal σ. 639.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
que hace mejorar c. gen. πεδίων ἀ. de un labrador, Secund.Sent.12.