ἀργώδης
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
English (LSJ)
ες, A lazy, Aesop.413.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργώδης: -ες, ὁ, ἀργός, ὀκνηρός, τοὺς ἀργώδεις καὶ ὑπνώδεις Αἰσώπ. Μῦθ. 413, ἔκδ. Ἁλμίου, 284 ἔκδ. Κοραῆ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
paresseux.
Étymologie: ἀργός², -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
perezoso τὸ δὲ φλέγμα (τὴν ψυχὴν ... ἐργάζεται) ἀργωδεστέραν An.Ox.3.133.24.