ἐκκοπεύς
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
έως, ἡ, A a knife for excising, Heliod. ap. Orib.44.11.6, Gal. 2.592, prob. in Paul.Aeg.6.88.
German (Pape)
[Seite 764] ὁ, ein Messer zum Ausschneiden, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκοπεύς: έως, ἡ, μάχαιρα πρὸς ἀπόκοψιν, ἐκκοπήν, Γαλην. τόμ. 4 σ. 148D: ἐκκοπεῖς ἰσχυροί τε ἅμα καὶ ὀξεῖς: καὶ ὁ Λ. Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκκοπεῦσι ἀντὶ ἐκκοπεύσει ἐν Παύλῳ Αἰγιν. 6.88.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
cirug. escalpelo para excisiones de huesos ἐκκοπεῖς, ἰσχυρούς τε ἅμα καὶ ὀξεῖς Gal.2.592, cf. 627, 708, Heliod. en Orib.44.8.6, σμιλιωτοὶ ἐκκοπεῖς Chirurg.Fr.Pap.4.A.1.4, Orib.46.11.17, cf. Paul.Aeg.6.88.5, Anon.Med.Ferr.282.