ἐκνίζω

Revision as of 01:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A wash out, purge away, φόνον φόνῳ E.IT1224; of crimes, Pl.Ep.352c :—Med., wash off from oneself, οὐδέποτε ἐκνίψει τὰ πεπραγμένα σαυτῷ D.18.140 ; τὰ ἔθη γυναικῶν Ph.1.365 ; ἄγος φόνου Paus. 3.17.7 ; τὸ θνητόν Plu.2.499c. b ἐκνενιμμένοι τόποι washed away, POxy.1469.6 (iii A.D.). II wash clean, purify, ψυχήν AP14.74 : metaph., restore to clarity, τὴν αἴσθησιν Aret. CA2.3 :—Pass., ἐκνενιμμένη, of a cup, Eub.56.5 ; ἐκνιφθεὶς ὁ στόμαχος Philum. ap. Aët.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνίζω: μέλλ. -νίψω, ἐκπλύνω, καθαρίζω, Λατ. eluere, diluere, φόνον φόνῳ, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1224· ἐπὶ ἐγκλημάτων ἢ κακουργημάτων, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C: - Μέσ. ἀποπλύνω ἀπ’ ἑμαυτοῦ, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, Λατ. diluere crimina, Δημ. 274. 23· ἄγος φόνου Παυσ. 3. 17, 7· τὸ θνητὸν Πλούτ. 2. 499C. ΙΙ. ἐντελῶς ἐκπλύνω, καθαίρω, ἐξαγνίζω, Ἀνθ. Π. 14. 74: - Παθ., ἐκνενιμμένη, ἐπὶ κύλικος, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.

French (Bailly abrégé)

c. ἐκνίπτω.

Greek Monolingual

ἐκνίζω (Α)
1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.)
2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου
3. καθαρίζω, εξαγνίζω
4. κάνω κάτι διαυγές.

Greek Monotonic

ἐκνίζω: μέλ. -νίψω (προερχόμενο από το -νίπτω
I. ξεπλένω, καθαρίζω, σε Ευρ. — Μέσ., ξεπλένομαι, Λατ. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα, σε Δημ.
II. καθαίρω, εξαγνίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκνίζω: и ἐκνίπτω (fut. ἐκνίψω)
1) омывать, очищать (ψυχήν Anth.);
2) смывать (φόνον φόνῳ Eur.; τὰ ἀνίατα Plat.); med. смывать с себя (τὰ πεπραγμένα Dem.; τὸ θνητόν Plut.).

Middle Liddell

fut. -νίψω [fut. -νίψω formed from -νίπτω
I. to wash out, purge away, Eur.:—Mid. to wash off from oneself, Lat. diluere, οὐδέποτε ἐκνίψῃ τὰ πεπραγμένα Dem.
II. to wash clean, purify, Anth.