ἐνικνέομαι
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
A arrive at, τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἡλικίαις IG9(1).32.16 (Phocis).
German (Pape)
[Seite 844] (s. ἱκνέομαι), hineinkommen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι, Ἀποθ., εἰσδύω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 13, 1.
Spanish (DGE)
entrar en, alcanzar c. dat. τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἁλικίαις IG 9(1).32.16 (Estíride II a.C.)
•adentrarse, penetrar hasta adentro μανῆς γὰρ οὔσης (τῆς γῆς), ἐνικνεῖται μᾶλλον (τὸ ὕδωρ) Thphr.CP 5.13.1 (cód.).