ἐντεσιμήστωρ
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
ορος, ὁ, A skilled in arms, Hsch. (also ἐντεομ-).
German (Pape)
[Seite 855] od. ἐντεομήστωρ, in den Waffen, im Kriege erfahren, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεσιμήστωρ: ὁ, «ἔμπειρος ὅπλων», Ἡσύχ., ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐντεομήστωρ, ὃ ἴδε.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ experto con las armas Hsch.