ἐνστόμισμα

Revision as of 08:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A bit, curb, metaph., J.AJ18.9.3 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 853] τό, das in den Mund Gelegte, das Gebiß, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστόμισμα: τό, χαλινός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 9, 3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό bocado, freno fig., I.AI 18.330.

Greek Monolingual

το (AM ἐνστόμισμα) ενστομίζω
ό,τι τοποθετείται στο στόμα, χαλινάρι.