ἐπικουφισμός

From LSJ
Revision as of 09:27, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικουφισμός Medium diacritics: ἐπικουφισμός Low diacritics: επικουφισμός Capitals: ΕΠΙΚΟΥΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: epikouphismós Transliteration B: epikouphismos Transliteration C: epikoufismos Beta Code: e)pikoufismo/s

English (LSJ)

ὁ, A relief, IGRom.4.1523.9 (Sardes); τῆς ὀχλήσεως Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ, Erleichterung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικουφισμός: ὁ, ἀνακούφισις, Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.

Greek Monolingual

ἐπικουφισμός, ὁ (Α) επικουφίζω
1. ελάφρυνση, ανακούφιση
2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια.