ἀποβύω

From LSJ
Revision as of 09:47, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">[ῡ</b>" to "[ῡ")

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβύω Medium diacritics: ἀποβύω Low diacritics: αποβύω Capitals: ΑΠΟΒΥΩ
Transliteration A: apobýō Transliteration B: apobyō Transliteration C: apovyo Beta Code: a)pobu/w

English (LSJ)

[ῡ], A stop up, AB426.

German (Pape)

[Seite 298] (s. βύω), gänzlich verstopfen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβύω: μέλλ. -ύσω [ῡ], ἀποφράττω, ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. 73. 19: - μέσ. μέλλ. (μετὰ παθ. σημασ.), ἀποβύσεταί σοι... τὰ ῥήματα Ἀριστοφ. (Ἀοσπ. 1. Δινδ.) ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk (Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1035): - Ἐπίθ. ἀπόβυστος, ον, κεκρυμμένος, κρυπτός, οὐκ ἐν ἀποβύστῳ, οὐκ ἐν τῷ κρυπτῷ, Θεόδ. Στουδ. 251E.

Spanish (DGE)

obstruir, tapar ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Clem.Al.Prot.10.89.2, cf. AB 426.

Greek Monolingual

ἀποβύω (Α) βύω
φράζω, κλείνω ερμητικά.