ἐφίστιος

From LSJ
Revision as of 10:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφίστιος Medium diacritics: ἐφίστιος Low diacritics: εφίστιος Capitals: ΕΦΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: ephístios Transliteration B: ephistios Transliteration C: efistios Beta Code: e)fi/stios

English (LSJ)

A v. ἐφέστιος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐφίστιος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένος στον ιστό («ἐφίστιος φανός»)
αρχ.
επιγρ. ιων. τ. του εφέστιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστός.