ἀπομαρτύρομαι

Revision as of 10:13, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">[ῡ</b>" to "[ῡ")

English (LSJ)

[ῡ], A maintain stoutly, τι Pl.Sph.237a.

German (Pape)

[Seite 314] Dep. med., betheuern, Plat. Soph. 237 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαρτύρομαι: [ῡ], ἀποθ., ὑποστηρίζω τι ἐπιμόνως, διισχυρίζομαι περὶ αὐτοῦ, τοῦτο ἀπεμαρτύρατο Πλάτ. Σοφ. 237Α.

Spanish (DGE)

mantener firmemente Παρμενίδης ... τοῦτο ἀπεμαρτύρατο Pl.Sph.237a.

Greek Monolingual

ἀπομαρτύρομαι (Α)
υποστηρίζω κάτι με επιμονή.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομαρτύρομαι: (ῡ) решительно утверждать, заверять (τι Plat.).