ἀπομαρτύρομαι
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
[ῡ], maintain stoutly, τι Pl.Sph.237a.
Spanish (DGE)
mantener firmemente Παρμενίδης ... τοῦτο ἀπεμαρτύρατο Pl.Sph.237a.
German (Pape)
[Seite 314] Dep. med., betheuern, Plat. Soph. 237 a.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομαρτύρομαι: (ῡ) решительно утверждать, заверять (τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομαρτύρομαι: [ῡ], ἀποθ., ὑποστηρίζω τι ἐπιμόνως, διισχυρίζομαι περὶ αὐτοῦ, τοῦτο ἀπεμαρτύρατο Πλάτ. Σοφ. 237Α.
Greek Monolingual
ἀπομαρτύρομαι (Α)
υποστηρίζω κάτι με επιμονή.