ἑξηκοντάλιθος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ὁ, A precious stone of many colours, Plin.HN37.167.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξηκοντάλῐθος: -ον, ὁ ἔχων ἑξήκοντα λίθους, Πλίν. Ν. Η. 37. 10, 60.
Greek Monolingual
ἐξηκοντάλιθος, ο (Α)
πολύτιμος πολύχρωμος λίθος.