ἡμίπνικτος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ον, (πνίγω) A half-choked, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπνικτος: -ον, (πνίγω) μισοπνιγμένος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡμίπνικτος, -ον (Α)
μισοπνιγμένος.