ἱππελάτης
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A driver or rider of horses, Opp.C.1.95.
German (Pape)
[Seite 1258] ὁ, Rossetreiber, Reiter, Opp. C. 1, 95. S. ἱππηλάτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππελάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ἱππεύων ἵππους, Ὀππ. Κυν. 1. 95.
Greek Monolingual
ἱππελάτης, ό, θηλ. ίππελάτειρα (Α)
αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ον-ελάτης, ταυρ-ελάτης].