ὀνήλατος

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνήλᾰτος Medium diacritics: ὀνήλατος Low diacritics: ονήλατος Capitals: ΟΝΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: onḗlatos Transliteration B: onēlatos Transliteration C: onilatos Beta Code: o)nh/latos

English (LSJ)

ον, A for donkeydriving: κλείνη ὀ. donkey-saddle(?), Stud.Pal.20.46.27 (ii/iii A. D.).

Greek Monolingual

ὀνήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που σύρεται από όνους
2. φρ. «κλείνη ὀνήλατος»
πιθ. σαμάρι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].