ὀλέθρευσις
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
εως, ἡ, A destruction, ib.Jo.17.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλέθρευσις: ἡ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ ὀλόθρευσις Ἑβδ. (Ἰησ. ΙΖ΄, 13).
Greek Monolingual
ὀλέθρευσις, ἡ (Α) ολεθρεύω
εξολόθρευση, καταστροφή, αφανισμός.