ὀξυηχής
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
ές, A sharp-sounding, of high notes, Philostr.VS1.8.1 :
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυηχής: -ές, ὁ ὀξέως ἠχῶν, ἐπὶ φωνῆς ὀξείας, Φιλόστρ. 489· ὀξύηχος, ον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 97.
Greek Monolingual
ὀξυηχής, -ές (Α)
οξύηχος, αυτός που ηχεί οξέως, που έχει οξεία φωνή, οξύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ηχής (< ἦχος), πβλ. πολυ-ηχής].