ὀνάγρινος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
η, ον, A like a wild ass, of the colour of a garment, ὑποζώνη BGU717.10 (ii A. D.), cf. Poll.7.56.
German (Pape)
[Seite 344] den wilden Esel betreffend, Poll. 7, 56 von einer Farbe.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνάγρῐνος: -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, Πολυδ. Ζϳ, 56.
Greek Monolingual
ὀνάγρινος, -ίνη, -ον (Α) όναγρος
(ιδίως για ένδυμα) αυτός που έχει το χρώμα άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα, τὸ νῡν ὀνάγρινον», Πολυδ.).