ὀργανιστής

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργᾰνιστής Medium diacritics: ὀργανιστής Low diacritics: οργανιστής Capitals: ΟΡΓΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: organistḗs Transliteration B: organistēs Transliteration C: organistis Beta Code: o)rganisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A waterworks-engineer, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.). 2 musician, instrumentalist, Olymp.in Alc.p.202 C.

Greek Monolingual

και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής)
νεοελλ.
μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης
μσν.-αρχ.
αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης
αρχ.
μηχανικός υδραυλικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω. Ο τ. οργανίστας είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organist].