ὀστοκατεάκτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, A ossifrage, lammergeyer, Gloss.
Greek Monolingual
ὀστοκατεάκτης, ὁ (Α)
είδος θαλάσσιου αετού που σπάει τα οστά τών θυμάτων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατεάσσω, άλλος τ. του κατάγνυμι «σπάω»].
Full diacritics: ὀστοκατεάκτης | Medium diacritics: ὀστοκατεάκτης | Low diacritics: οστοκατεάκτης | Capitals: ΟΣΤΟΚΑΤΕΑΚΤΗΣ |
Transliteration A: ostokateáktēs | Transliteration B: ostokateaktēs | Transliteration C: ostokateaktis | Beta Code: o)stokatea/kths |
ου, ὁ, A ossifrage, lammergeyer, Gloss.
ὀστοκατεάκτης, ὁ (Α)
είδος θαλάσσιου αετού που σπάει τα οστά τών θυμάτων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατεάσσω, άλλος τ. του κατάγνυμι «σπάω»].