ὑδροστάσιον
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
English (LSJ)
[ᾰ], τό, (στῆναι) A standing water, pond, pool, Men.Prot.p.55 D. II tank, BGU 492.9 (ii A. D.), PFay.131.12 (iii/iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1174] τό, stehendes Wasser, Teich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροστάσιον: [ᾰ], τό, (στῆναι) μέρος κεκαλυμμένον ὑπὸ λιμνάζοντος ὕδατος, συναγωγὴ ὕδατος, Βασιλικ. 58. 21, 1, κλπ.