ὑπεράριθμος
From LSJ
Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A supernumerary, Procop.Arc.24.
German (Pape)
[Seite 1191] überzählig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράριθμος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὸν συνήθη ἢ ἀπαιτούμενον ἀριθμόν, ὑπεράριθμοι σχολαρίων Προκοπ. Ἀνέκδ. 24, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ πάντα ἀριθμόν. Ἀναστ. Σιν. 56Β, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπεράριθμος, -ον, ΝΜ
(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι πέρα από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, παραπανήσιος (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)
μσν.
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται πέρα από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀριθμός (πρβλ. ἐν-άριθμος, συν-άριθμος)].