ὑποδημάτιον
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό, Dim. of ὑπόδημα, Hp.Art.62; of the A shoes of an ass, Arr.Epict.4.1.80.
German (Pape)
[Seite 1215] τό, dim. von ὑπόδημα, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὑπόδημα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 828· ἐπὶ τῶν πετάλων ὄνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 1, 86· καὶ παρὰ Δίωνι Κ. 62. 28 μνημονεύονται ἡμίονοι ὑποδεδεμένοι μὲ ἐπίχρυσα σπαρτία.