ὠλεκρανίζω
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
A thrust with the elbow, Com.Adesp.1093 ap.Poll.2.140: but ὀλεκρανίζεσθαι Phryn.PSp.97 B.; cf. sq.
Greek (Liddell-Scott)
ὠλεκρᾱνίζω: τῷ ὠλεκράνῳ παίῳ, κτυπῶ διὰ τοῦ ἀγκῶνος, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 316· ἀλλ’ ὁ γνήσιος τύπος εἶναι ὀλεκρ., ἴδε Meineke ἔνθ’ ἀνωτ.