ῥυσαίνομαι

From LSJ
Revision as of 15:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡσαίνομαι Medium diacritics: ῥυσαίνομαι Low diacritics: ρυσαίνομαι Capitals: ΡΥΣΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: rhysaínomai Transliteration B: rhysainomai Transliteration C: rysainomai Beta Code: r(usai/nomai

English (LSJ)

Pass., A to be wrinkled, Nic.Al.78, AP14.103.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσαίνομαι: Παθ., ῥυτιδοῦμαι, ἐπὶ τῶν οὔλων, Νικ. Ἀλεξιφ. 78, Ἀνθ. Π. 14. 103.

Greek Monolingual

και ῥυσσαίνομαι Α ῥυσός / ῥυσσός]
παθ. (για τα ούλα) ρυτιδώνομαι.

Greek Monotonic

ῥῡσαίνομαι: (ῥυσός), Παθ., έχω ρυτίδες, κάνω ζάρες, λέγεται για τα ούλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡσαίνομαι: быть морщинистым, сморщенным Anth.

Middle Liddell

ῥῡσαίνομαι, ῥυσός
Pass. to be wrinkled, Anth.