ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
Full diacritics: κόχλασμα | Medium diacritics: κόχλασμα | Low diacritics: κόχλασμα | Capitals: ΚΟΧΛΑΣΜΑ |
Transliteration A: kóchlasma | Transliteration B: kochlasma | Transliteration C: kochlasma | Beta Code: ko/xlasma |
ατος, τό, A plashing of water, Hsch. s.vv. ἀπόβρασμα, πομφόλυξ.
κόχλασμα: τό, = κάχλασμα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀπόβρασμα.
το (Α κόχλασμα) κοχλάζω
κοχλασμός.