στρέφος

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέφος Medium diacritics: στρέφος Low diacritics: στρέφος Capitals: ΣΤΡΕΦΟΣ
Transliteration A: stréphos Transliteration B: strephos Transliteration C: strefos Beta Code: stre/fos

English (LSJ)

στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς, Hsch. (cf. στέρφος, στρέφωσις).

German (Pape)

[Seite 953] τό, = στέρφος, Hesych. στρέμμα, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στρέφος: -εος, τό, = στρέμμα, «δέρμα βύρσα. Δωριεῖς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «στρέμμα, δέρμα, βύρσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά του αρχ. τ. στέρφος «δέρμα» (βλ. και λ. στέρφος) από το αμάρτυρο ουδ. στρέφος (< στρέφω), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -στρεφής (πρβλ. ἀμφι-στρεφής, εὐ-στρεφής)].