ἕστιος
English (LSJ)
α, ον, A of the ἑστία, θεοί, ἐσχάρα, Hld.1.30,4.18. II Ἕστιος, ὁ (sc. μήν), name of month in Magnesia, IG9(2).1117.11.
German (Pape)
[Seite 1044] den Hausheerd betreffend, θεοί Heliod. 1, 30; ἐσχάρα 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἕστιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τήν ἑστίαν, θεοί, ἐσχάρα Ἠλιόδ. 1. 30., 4. 18.
Greek Monolingual
ἕστιος, -α, -ον (Α) εστία
1. αυτός που ανήκει στην εστία («τοῑς ἑστίοις θεοῑς»)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἕστιος (ενν. μήνας)
ονομασία ενός από τους μήνες στη Μαγνησία.