ἕστιος

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστιος Medium diacritics: ἕστιος Low diacritics: έστιος Capitals: ΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: héstios Transliteration B: hestios Transliteration C: estios Beta Code: e(/stios

English (LSJ)

α, ον,
A of the ἑστία, θεοί, ἐσχάρα, Hld.1.30,4.18.
II Ἕστιος, ὁ (sc. μήν), name of month in Magnesia, IG9(2).1117.11.

German (Pape)

[Seite 1044] den Hausheerd betreffend, θεοί Heliod. 1, 30; ἐσχάρα 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τήν ἑστίαν, θεοί, ἐσχάρα Ἠλιόδ. 1. 30., 4. 18.

Greek Monolingual

ἕστιος, -α, -ον (Α) εστία
1. αυτός που ανήκει στην εστία («τοῖς ἑστίοις θεοῖς»)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἕστιος (ενν. μήνας)
ονομασία ενός από τους μήνες στη Μαγνησία.